- κάθετος
- -η, -ο, θηλ. και -ος (Α κάθετος -ον) [καθίημι]1. αυτός που έχει αφεθεί προς τα κάτω, ο κατακόρυφος προς την επιφάνεια τής γης2. (γεωμ.) αυτός που έχει τέτοια διεύθυνση ώστε να σχηματίζει με άλλον ορθή γωνία (α. «κάθετα επίπεδα, β. «κάθετη τομή»)3. το θηλ. ως ουσ. η κάθετοςμαθ. γραμμή που σχηματίζει με άλλη γραμμή ορθή γωνίααρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ κάθετοςα) η καθετή*β) σχοινί με βαρίδι στην άκρη με το οποίο ο χτίστης μπορεί να ευθυγραμμίσει τους τοίχους που κατασκευάζει, το νήμα τής στάθμης2. το αρσ. ως ουσ. (για πρόβατο ή βόδι) ὁ κάθετος (ενν. ἀμνός ή βοῡς)αυτός που ρίχνεται στη θάλασσα ως προσφορά στον Ποσειδώνα3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κάθετονπόρτα για κάθοδο σε υπόγειο, καταπακτή, γκλαβανή.επίρρ...καθέτως και κάθετα (Α καθέτως)με κάθετη διεύθυνση.
Dictionary of Greek. 2013.